- προσφιλέστερος
- προσφιλήςdearmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φίλτερος — και δωρ. τ. φίντερος, έρα, ον, Α (συγκριτ. βαθμός τού φίλος) πιο αγαπητός, προσφιλέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. τερος τών επιθ. συγκριτικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)] … Dictionary of Greek
Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… … Dictionary of Greek